- ὑπόπρωρος
- ὑπό-πρωρος, unter dem Schiffsschnabel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπόπρωρος — η, ο / ὑπόπρῳρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πλώρη πλοίου 2. φρ. «υπόπρωρη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα που είχαν μερικά παλαιά ιστιοφόρα κάτω από τη στείρα τής πλώρης αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek